- κοράκινος
- κοράκινος, -ίνη, -ον (Α)1. αυτός που μοιάζει με κόρακα, μαύρος σαν κόρακας2. φρ. «κορακίνη σφραγίς» — είδος φαρμάκου για τον πονόλαιμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, -κος + κατάλ. -ινος (πρβλ. μάλλ-ινος, ξύλ-ινος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κορακίνος — κορακῑνος, ὁ (ΑM) είδος θαλάσσιου ψαριού που ονομάστηκε έτσι για το μαύρο χρώμα του («ὅλως δὲ ἀγελαῑά ἐστι τὰ τοιάδε θυννίδες... κορακῑνοι», Αριστοτ.) αρχ. 1. μικρός κόρακας, κορακόπουλο 2. (κατά τον Ησύχ.) κορακίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, κος +… … Dictionary of Greek
κορακῖνος — young raven masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορακίνων — κοράκινος like a raven fem gen pl κοράκινος like a raven masc/neut gen pl κορακί̱νων , κορακῖνος young raven masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορακίνοις — κοράκινος like a raven masc/neut dat pl κορακί̱νοις , κορακῖνος young raven masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορακίνου — κοράκινος like a raven masc/neut gen sg κορακί̱νου , κορακῖνος young raven masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορακίνους — κοράκινος like a raven masc acc pl κορακί̱νους , κορακῖνος young raven masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορακίνῳ — κοράκινος like a raven masc/neut dat sg κορακί̱νῳ , κορακῖνος young raven masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοράκινον — κοράκινος like a raven masc acc sg κοράκινος like a raven neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορακῖνοι — κορακῖνος young raven masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορακῖνον — κορακῖνος young raven masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)